ανασιμος

ανασιμος
    ἀνάσιμος
    ἀνά-σῑμος
    2
    1) курносый Arph.
    2) загнутый вверх
    

(τοВο ἐλέφαντος ὀδόντες, πλοῖον Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ανασιμος" в других словарях:

  • ανάσιμος — ἀνάσιμος, ον (Α) [σιμός] 1. αυτός που έχει μύτη σιμή, σηκωτή 2. ανασηκωμένος στη μια άκρη …   Dictionary of Greek

  • ἀνάσιμος — snub nosed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάσιμον — ἀνάσιμος snub nosed masc/fem acc sg ἀνάσιμος snub nosed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνασίμους — ἀνάσιμος snub nosed masc/fem acc pl ἀ̱νασίμους , ἀνασιμόω turn up the nose imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀνασιμόω turn up the nose imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάσιμα — ἀνάσιμος snub nosed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανασιμώ — ἀνασιμῶ ( όω) (Α) [ανάσιμος] (για ζώα) οσφραίνομαι μαζεύοντας τη μύτη …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»