- ανασιμος
- ἀνάσιμοςἀνά-σῑμος21) курносый Arph.2) загнутый вверх
(τοВο ἐλέφαντος ὀδόντες, πλοῖον Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τοВο ἐλέφαντος ὀδόντες, πλοῖον Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ανάσιμος — ἀνάσιμος, ον (Α) [σιμός] 1. αυτός που έχει μύτη σιμή, σηκωτή 2. ανασηκωμένος στη μια άκρη … Dictionary of Greek
ἀνάσιμος — snub nosed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάσιμον — ἀνάσιμος snub nosed masc/fem acc sg ἀνάσιμος snub nosed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασίμους — ἀνάσιμος snub nosed masc/fem acc pl ἀ̱νασίμους , ἀνασιμόω turn up the nose imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀνασιμόω turn up the nose imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάσιμα — ἀνάσιμος snub nosed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανασιμώ — ἀνασιμῶ ( όω) (Α) [ανάσιμος] (για ζώα) οσφραίνομαι μαζεύοντας τη μύτη … Dictionary of Greek